τμητήρ

τμητήρ
τμη-τήρ, ῆρος, ,
A one who cuts or severs, destroyer, Nonn.D.26.303: c. gen., ib.14.311: as Adj., σίδηρος ib.13.481.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τμητήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ 1. αυτός που κόβει ή σχίζει 2. ως επίθ. καταστρεπτικός («τμητὴρ σίδηρος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη τού τέμνω* (βλ. λ. τμή γω) + επίθημα τήρ* (πρβλ. κλη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • τμητῆρα — τμητήρ one who cuts masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητῆρι — τμητήρ one who cuts masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”